ἱδρώεις

ἱδρώεις
ἱδρ-ώεις, εσσα, εν,
A causing sweat,

πόνος B.12.57

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιδρώεις — ἱδρώεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ιδρώτα 2. αυτός που προκαλεί ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδρω (τού ιδρώς, ώτος) + εις (πρβλ. ευρώ εις)] …   Dictionary of Greek

  • ἱδρώεντ' — ἱδρώεντα , ἱδρώεις causing sweat neut nom/voc/acc pl ἱδρώεντα , ἱδρώεις causing sweat masc acc sg ἱδρώεντι , ἱδρώεις causing sweat masc/neut dat sg ἱδρώεντε , ἱδρώεις causing sweat masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”